ἀγανή

ἀγανή
ἀγανός
mild
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγανῇ — ἀγανός mild fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγάδη ή Αγάνη — Όνομα με το οποίο αναφέρεται σε σφηνοειδείς βαβυλωνιακές επιγραφές το ένα από τα δύο τμήματα στα οποία χωριζόταν από διώρυγα η αρχαία χαλδαϊκή πόλη Σαππάο Ακάδι. Ένας από τους πρώτους της βασιλιάδες ήταν o Ζαγούμ, ο οποίος βασίλεψε το 3000 π.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • πούλκε — το, Ν άκλ. μεξικανικό αλκοολούχο ποτό, είδος μπίρας που παράγεται με ζύμωση τού χυμού τού φυτού αγάνη …   Dictionary of Greek

  • τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”